αθεράπευτα

αθεράπευτα
uslanmaz, onunmaz

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀθεράπευτα — ἀθεράπευτος uncared for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αείμαργος — ἀείμαργος, ον (Α) αθεράπευτα λαίμαργος, πλεονέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μάργος (= άπληστος, λυσσαλέος. ασελγής)] …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”